Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Η ελιά Χαλκιδικής κατακτά τις αγορές


Του Θαναση Τσιγγανα,. Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η βρώσιμη πράσινη ελιά της Χαλκιδικής κατακτά και τις Σεϋχέλλες. Η εξαγωγή της από έναν ελληνικό τουριστικό παράδεισο σε έναν άλλο του Ινδικού Ωκεανού έχει περισσότερο συμβολική αξία, αλλά αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των ελπίδων που μπορεί να φέρει ένα τοπικό προϊόν για την οικονομία μιας περιοχής.
Η ελιά της Χαλκιδικής -άγνωστη στην πλειονότητα των Ελλήνων- έχει κατακτήσει τις αγορές της Ευρώπης, των ΗΠΑ, του Καναδά, του Ιράν, του Αζερμπαϊτζάν, της Αυστραλίας, μπήκε πρόσφατα στην κινεζική αγορά και σύντομα αισιοδοξεί ότι θα συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ευρωπαϊκών προϊόντων με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης. Ο σχετικός φάκελος με το ελληνικό αίτημα βρίσκεται στην αρμόδια ευρωπαϊκή επιτροπή και καθώς έχουν καμφθεί οι αντιρρήσεις βελγικών και καναδικών συμφερόντων αρμόδιοι παράγοντες της περιφερειακής ενότητας Χαλκιδικής δηλώνουν ότι η πράσινη ελιά της σε λίγο καιρό θα ανταγωνίζεται το σημαντικό έσοδο του τουρισμού.
Η αδυναμία των αγροτικών συνεταιρισμών, που υποβαθμίστηκαν τα τελευταία χρόνια σε όλη την Ελλάδα, ανάγκασε πολλούς παραγωγούς και μεταποιητές της πράσινης ελιάς να αναζητήσουν την τύχη τους. Με συνεργασίες στην αρχή σε εταιρείες χωρών της Ε. Ε., μέσω εξαγωγικών ελληνικών εταιρειών, αλλά και μεμονωμένα οι παραγωγοί-μεταποιητές πράσινης ελιάς κατάφεραν να την ταξιδέψουν σε άγνωστες περιοχές.
Η διατροφική της αξία σε συνδυασμό με την ανοδική τάση που καταγράφεται στη ζήτηση του αγουρελαίου που παράγεται από τον καρπό της, την κάνουν περιζήτητη. Γεμιστή με πιπεριά, αμύγδαλο, λεμόνι, πορτοκάλι, σκόρδο, τυρί, μπαίνει στις κουζίνες όλου του κόσμου. «Κάθε χρόνο η περιοχή παράγει από 60.000 έως 80.000 τόνους, το 60 - 70% των οποίων εξάγεται σε τέσσερις ηπείρους. Εχουν συσταθεί 80 μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις μεταποίησης. Υπερέχει λόγω και μεγέθους (πράσινες ελιές-μαμούθ) των αντίστοιχων της Τουρκίας, του Μαρόκου, της Αιγύπτου και άλλων χωρών. Καλύπτει 330.000 στρέμματα σε όλη τη Χαλκιδική. Παράγει σήμερα 7.000 τόνους εκλεκτού αγουρελαίου, αριθμεί 6 εκατ. δένδρα και δεν υπάρχει κάτοικος της Χαλκιδικής που να μην την καλλιεργεί», λέει ο προϊστάμενος της διεύθυνσης Αγροτικής Αναπτυξης Χαλκιδικής κ. Κ. Τερτιβανίδης. «Το μικροκλίμα της περιοχής είναι αυτό που καθορίζει την ευδοκίμησή της» προσθέτει, και ως απόδειξη είναι η παλιότερη άκαρπη προσπάθεια να ευδοκιμήσουν ελιές Καλαμών στη Χαλκιδική και Χαλκιδικής στη Μεσσηνία. Η Λιβύη μάλιστα κάποια χρονιά εισήγαγε 250.000 δενδρύλλια Χαλκιδικής με σχεδόν μηδενικό αποτέλεσμα. «Ολα αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία είναι που καθιστούν την πράσινη ελιά της Χαλκιδικής προϊόν ΠΟΠ» ανέφερε ο γεωπόνος κ. Ι. Μουτάφης, που είχε αναλάβει τη συγκρότηση του σχετικού φακέλου. Στο παρελθόν για μεγάλο διάστημα οι βρώσιμες ελιές Χαλκιδικής που δεν είχαν υποστεί επεξεργασία βαφτίζονταν ως προς την προέλευση ανάλογα με τη γειτονική χώρα που τις εισήγαγε, αλλά τελευταία αυτό αλλάζει.
Καλύτερη οργάνωση
«Ωστόσο, είναι μεγάλη πίκρα να βλέπεις την ελιά που πούλησες 60 ή 80 λεπτά το κιλό να πωλείται στο εξωτερικό 2,5 ευρώ τα 200 γραμμάρια», δηλώνει ο Π. Χλιάπας, ένας νέος σε ηλικία παραγωγός. Η καλλιέργεια της πράσινης ελιάς απαιτεί σημαντικό κόπο και έξοδα και αρκετές φορές το κέρδος για τους παραγωγούς είναι χαμηλό (10 - 20 λεπτά/κιλό). Η αναγνώριση ως ΠΟΠ θα μεταβάλει το σκηνικό εξασφαλίζοντας προστασία από τους ανταγωνιστές και διασφαλίζοντας θετικές εμπορικές προοπτικές σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία έχει μεγάλη ανάγκη. «Χρειαζόμαστε καλύτερη οργάνωση, υπογραμμίζει ο κ. Χλιάπας, και αναβάθμιση της συνεταιριστικής προσπάθειας».
Εν όψει της νέας συγκομιδής και καθώς οι προβλέψεις για τη φετινή παραγωγή δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές, πρόεδροι συνεταιρισμών από την ευρύτερη περιοχή της Ορμύλιας καλούν τους παραγωγούς να μην πουλήσουν κάτω του κόστους. Να δώσουν την ψιλή ελιά πάνω από 60 λεπτά ή να προτιμήσουν να τη βγάλουν αγουρέλαιο.

Κρύβουν το ελληνικό λάδι πίσω από ιταλικές ετικέτες

Πίσω από κάθε μπουκάλι Carapelli, το οποίο πωλείται προς 7-8 ευρώ το λίτρο, υπάρχει ένας έλληνας παραγωγός που πουλάει το προϊόν του χύμα στην ιταλική αγορά εισπράττοντας περίπου 2 ευρώ το κιλό και αφήνοντας τον Ιταλό να καρπωθεί την υπεραξία. Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πώς μια χώρα μπορεί να χάσει την ανταγωνιστικότητά της εκχωρώντας τον πλούτο της σχεδόν δωρεάν!

Ρεπορτάζ Γιώργος Φιντικάκης, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Στα ράφια των ευρωπαϊκών σούπερ μάρκετ μπορεί κανείς να βρει πολλές γνωστές μάρκες ελαιολάδου, όπως οι διάσημες ιταλικές Carapelli, Monini και Carli, όχι όμως και ελληνικές.
Και όμως, το ελληνικό ελαιόλαδο είναι... παρόν, αλλά μόνο μέσα στο μπουκάλι και στο πίσω μέρος της ετικέτας, αν και εφόσον αναγράφονται οι χώρες προέλευσης. Πίσω από κάθε λίτρο Carapelli που πωλείται στο ράφι προς 7-8 ευρώ, κρύβεται ένα ελληνικό ελαιόδενδρο ή, καλύτερα, ένας έλληνας παραγωγός που πουλάει κάθε χρόνο το προϊόν του χύμα στην ιταλική αγορά, εισπράττοντας περίπου 2 ευρώ το κιλό και αφήνοντας τον Ιταλό να καρπωθεί όλη την υπεραξία.
Αυτή είναι η πραγματικότητα για τη χώρα μας, την τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγό δύναμη στον κόσμο.
Την περίοδο 2010-2011 η Ισπανία παρήγαγε 1,4 εκατ. τόνους ελαιόλαδο, η Ιταλία 450.000 τόνους και η Ελλάδα 300.00 τόνους. Αφαιρώντας τους 60.000 που διατηρήθηκαν ως απόθεμα, οι 140.000 τόνοι διατέθηκαν στο εσωτερικό - από τους οποίους 40.000 τόνοι ως τυποποιημένο και 100.000 ως χύμα και αυτοκατανάλωση - ενώ 100.000 τόνοι εξήχθησαν, από τους οποίους οι 25.000 σε εμφιαλωμένη μορφή και οι 75.000 χύμα.
Οι χαμένες ευκαιρίες όπως τη δεκαετία του '80 όταν οι ελληνικές εταιρείες δεν έδωσαν βαρύτητα σε επενδύσεις, μάρκετινγκ και διαφήμιση για να εκμεταλλευτούν τη ζήτηση από καινούργιες τότε αγορές (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Ιαπωνία), καθώς και η απουσία εθνικής στρατηγικής για τη δημιουργία φορέα που θα συντονίζει τη δράση για το εθνικό μας - υποτίθεται - προϊόν, έχουν ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να απουσιάζει από τη βιτρίνα του παγκόσμιου ελαιοκομικού χάρτη. Παράλληλα και η έλλειψη κουλτούρας, αφού στην Ελλάδα η αγορά του τυποποιημένου ελαιολάδου άρχισε να αναπτύσσεται μόλις τη δεκαετία του '70, η οποία στην Ιταλία κέρδιζε έδαφος από το 1850! Οι τενεκέδες με το λάδι από το χωριό συνεχίζουν να αποτελούν τον κυρίαρχο τρόπο προμήθειας ελαιολάδου για τον Ελληνα, παρά τη σχετική απαγόρευση από το 2002.
Αντίθετα, στην Ισπανία η διακίνηση του χύμα έχει απαγορευθεί εδώ και 30 χρόνια, ενώ στην Ιταλία απλώς δεν είναι στη κουλτούρα του λαού της.
Η χαμένη δεκαετία. Τα «τρένα» που χάθηκαν για την ελληνική ελαιοκομία είναι πολλά, για την ακρίβεια κάθε ημέρα που περνάει χάνεται και ένα. Η μεγαλύτερη ευκαιρία από όλες, όμως, δόθηκε τη δεκαετία του '80. Εκείνη την περίοδο οι Αμερικανοί άρχισαν να γνωρίζουν το ελαιόλαδο, αλλά η κατανάλωσή τους περιοριζόταν σε 25.000 τόνους (έναντι 250.000 τόνων σήμερα), ενώ υπήρχαν ακόμη πρώτης γενιάς ομογενείς στην Αστόρια, το Μόντρεαλ ή στη Μελβούρνη, δηλαδή έτοιμη πελατεία για τις ελληνικές εξαγωγές. Εκείνη την περίοδο επίσης οι Ιταλοί έμποροι δεν δίσταζαν να πληρώνουν όσο όσο για να αγοράσουν ποσότητες από το καλύτερο ελληνικό ελαιόλαδο, ανεβάζοντας τις τιμές ολόκληρης της αγοράς.
Τέλος, το κυριότερο, εκείνη την περίοδο οι έλληνες παραγωγοί είδαν τις πρώτες κοινοτικές επιδοτήσεις, τα τότε ecu.
Τι έκανε η Ισπανία. Σκεφτείτε ότι το 1985, όταν η Ισπανία εισήλθε στην τότε ΕΟΚ, παρήγαγε μόλις 400.000 τόνους ελαιολάδου. Σήμερα παράγει 1.400.000 τόνους! Πώς τα κατάφερε, χωρίς μάλιστα να επωφεληθεί από το καθεστώς των επιδοτήσεων; Διότι την περίοδο που εισήλθε στην ΕΟΚ, άρχισαν να μειώνονται οι επιδοτήσεις προς τον παραγωγό, ενώ από το 1992 και μετά απαγορεύτηκαν εντελώς για τις νέες φυτεύσεις.
Και όμως, οι Ισπανοί όχι μόνο δεν σταμάτησαν τις νέες φυτεύσεις, αλλά με σύγχρονες καλλιεργητικές μεθόδους, όπως αυτή της πυκνής φύτευσης - ειδικές ποικιλίες ελιάς που τοποθετούνται η μία κοντά στην άλλη σε σειρές κάθε τρία μέτρα, που δεν ψηλώνουν πάνω από δύο μέτρα και ο καρπός τους συλλέγεται με ειδικά τρακτέρ - κατάφεραν να μειώσουν κάθετα το κόστος τους.
Παράλληλα, με τη στήριξη της Πολιτείας δημιούργησαν μεγάλους συνεταιρισμούς και ισχυρά δίκτυα, επένδυσαν πολλά κεφάλαια στο σήμα «made in Spain» δίνοντας έμφαση στο μάρκετινγκ και τη διαφήμιση και μέσα σε λίγα χρόνια κατέκτησαν την αμερικανική αγορά.
Φιλότιμες προσπάθειες. Φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις: λιγοστές ελληνικές εταιρείες που κάνουν φιλότιμες προσπάθειες για να εισέλθουν σε ξένες αγορές. Τέτοιες είναι η Ελαΐς (του ομίλου Unilever), η Μινέρβα και η Γαία, καθώς επίσης η Αγροβίμ, η Noutria, η ΕΑΣ Σητείας και η Ελαιουργική. Και οι επτά μαζί καλύπτουν τους 20.000 από τους συνολικά 25.000 τόνους τυποποιημένου ελαιολάδου που εξάγονται εμφιαλωμένοι.
Χάρη σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα προβολής και προώθησης του ελαιολάδου από την Κομισιόν, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί κάπως η παρουσία του ελληνικού προϊόντος σε μεγάλες αλυσίδες του εξωτερικού.
Αντί να περιορίζεται αποκλειστικά σε καταστήματα περιοχών με έντονο το στοιχείο των ομογενών όπως τις προηγούμενες δεκαετίες, τώρα έχει καταφέρει να τοποθετηθεί, έστω και με μικρές ποσότητες, σε γνωστές αλυσίδες λιανεμπορίου των ΗΠΑ, του Καναδά, της Αυστραλίας, καθώς και σε Γερμανία, Αυστρία, Σουηδία, Βρετανία κ.α. Την τελευταία διετία η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών τυποποιημένου ελαιολάδου σε Γερμανία και Αυστρία ήταν 25%, ενώ στη Βρετανία ήταν 15%. Ποσοστά ενθαρρυντικά, αλλά πολύ μακριά ακόμη από τα ισπανικά ή τα ιταλικά.

Σκάνδαλα με νοθεία στο «έξτρα παρθένο» ελαιόλαδο

Ρεπορτάζ Περικλής Δημητρουλόπουλος, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Μόνο κατ' όνομα φαίνεται ότι είναι «έξτρα παρθένο» το ιταλικό ελαιόλαδο που διοχετεύεται στις αγορές εντός κι εκτός ιταλικών συνόρων. Οπως αποκαλύπτεται από έρευνα της ιταλικής Αστυνομίας, η νοθεία του ελαιoλάδου στην Ιταλία με λάδια χαμηλότερης ποιότητας αποτελεί κοινή πρακτική, αφού τέσσερα στα πέντε μπουκάλια που διατίθενται στο εμπόριο βρέθηκαν να περιέχουν ελαιομείγματα από άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων είναι η Ισπανία, η Τυνησία, το Μαρόκο αλλά και η Ελλάδα.
Η έρευνα επικεντρώθηκε σε δέκα επιχειρήσεις παραγωγής ελαιολάδου, δύο από τις οποίες είναι από τις πιο γνωστές στην Ιταλία. Ο επικεφαλής του ιταλικού συνδικάτου των αγροτών Στέφανο Μαζίνι κατήγγειλε την ύπαρξη μιας «αγρο-μαφίας» που λυμαίνεται τον κλάδο: «Μαφιόζοι δεν είναι μόνο εκείνοι που χρησιμοποιούν βία και εκβιασμούς για να πετύχουν τους σκοπούς τους, αλλά κι εκείνοι που παίζουν παιχνίδια», τόνισε στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης.
«Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Εντάθηκε όταν παγκοσμιοποιήθηκε η αγορά», πρόσθεσε ο ίδιος. Η παραγωγή του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου ποικίλει από 3 έως 7 ευρώ το κιλό. Στην ισπανική Ανδαλουσία κοστίζει μισό ευρώ, ενώ στην Τυνησία η τιμή κατρακυλάει στα 23 λεπτά.